πεντετριάζομαι

πεντετριάζομαι
πεντε-τρῐάζομαι, [voice] Pass.,
A to be conquered five times, AP11.84 (Lucill.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πεντετριάζομαι — Α παθ. νικώμαι πέντε φορές σε ένα αγώνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε (βλ. πεντα ) + τριάζω «νικώ»] …   Dictionary of Greek

  • πεντετριαζόμενος — πεντετριάζομαι to be conquered five times pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”